Βαλανσιέν

Βαλανσιέν
(Valenciennes). Πόλη (42.343 κάτ. το 1999) της Β Γαλλίας στον νομό του Βορρά (Nord). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Εσκό, 48 χλμ. ΝΑ από την Εζ και κοντά στα βελγογαλλικά σύνορα. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης. Τον Μεσαίωνα αποτέλεσε κομητεία, η οποία τον 11ο αι. συγχωνεύτηκε στην κομητεία του Ενό, της οποίας η Β. έγινε πρωτεύουσα. Στις αρχές του 16ου αι. ο πληθυσμός της δέχτηκε τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και το 1567 πήρε μέρος στην εξέγερση των Κάτω Χωρών εναντίον του Φίλιππου Β’ της Ισπανίας, με αποτέλεσμα να καταληφθεί από τα ισπανικά στρατεύματα. Ο Λουδοβίκος ΙΔ’ την κατέλαβε το 1678 και, με τις συνθήκες του 1678 και του 1714, την απέσπασε οριστικά από τις Κάτω Χώρες. Μόνο για μια σύντομη περίοδο (1793-94) η πόλη πέρασε υπό αυστριακή κατοχή. Κατά την κατάρρευση του ναπολεόντειου καθεστώτος, το 1815, η Β. κυριεύτηκε από τα πρωσικά στρατεύματα. Στους δύο παγκοσμίους πόλεμους, η πόλη καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα τις πρώτες μέρες των εχθροπραξιών και υπέστη σημαντικές καταστροφές. Η πόλη διαθέτει μεταλλουργία, χημική βιομηχανία, υφαντουργία και άλλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ενώ, στην ευρύτερη περιφέρειά της λειτουργούν ανθρακωρυχεία. Η πόλη εξάλλου, από τον 15o αι. είχε δημιουργήσει παράδοση στην κατασκευή δαντελών. Οι δαντέλες της, που είχαν και την ονομασία της πόλης, κατασκευάζονταν με κοπανέλια και ο χρόνος καθώς και η πολύπλοκη διαδικασία για την κατασκευή τους τις έκαναν πανάκριβες. Η εξαιρετική τους ποιότητα και η αισθητική τους αξία στάθηκαν αφορμή να γίνουν περιζήτητες μεταξύ των ευγενών, οι οποίοι –σύμφωνα με ένα παλιό χρονικό– πουλούσαν και τη γη τους ακόμα για να αποκτήσουν έναν δαντελένιο γιακά ή ένα ζευγάρι μανικέτια. Η μεγαλύτερη ακμή της βιοτεχνίας αυτής σημειώθηκε μεταξύ 1725 και 1780, περίοδο κατά την οποία απασχολούσε 4.000 εργάτριες. Από την εποχή αυτή, το υπερβολικό κόστος της κατασκευής των βαλανσιέν προκάλεσε την προοδευτική πτώση της παραγωγής, η οποία σταμάτησε το 1840, οπότε το τελευταίο κομμάτι δαντέλας που βγήκε από τα εργαστήρια της Β. δωρήθηκε στη δούκισσα του Νεμούρ. Απομιμήσεις των βαλανσιέν κατασκευάζονται πλέον σε διάφορες πόλεις της Β Γαλλίας και του Βελγίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βατό, Ζαν-Αντουάν — (Jean Antoine Watteau, Βαλανσιέν 1684 – Νοζάν σιρ Μαρν 1721). Γάλλος ζωγράφος. Η περίφημη σειρά των έργων του Αβρές γιορτές (Fêtes galantes) είναι η τελειότερη έκφραση του λεπτού γαλλικού πνεύματος των αρχών του 18ου αι. Λίγες πληροφορίες… …   Dictionary of Greek

  • Ιπρ — (Ypres ή Ieper). Πόλη (35.409 κάτ. το 1995) του Βελγίου, παλιά πρωτεύουσα της δυτικής Φλάνδρας. Παλαιότερα είχε ανεπτυγμένη υφαντουργία και ήταν ονομαστή για τις περίφημες δαντέλες βαλανσιέν. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα είχε πληθυσμό 200.000… …   Dictionary of Greek

  • Καρπό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Carpeaux, Βαλανσιέν 1827 – Κουρμπεβουά 1875). Γάλλος γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης. Φοίτησε στη σχολή καλών τεχνών του Παρισιού. Έγινε διάσημος για το γλυπτό σύμπλεγμά του Ο Ουγκολίνο και τα παιδιά του, το οποίο διακατέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Λε Ζεν, Κλοντ ή Κλοντέν — (Claude Le Jeune, Βαλανσιέν 1528 – Παρίσι 1600). Γάλλος μουσικοσυνθέτης. Το 1550 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου τέθηκε επικεφαλής της χορωδίας του Φραγκίσκου, δούκα του Ανζού και αδελφού του Ερρίκου Γ’, και συνεργάστηκε στην Ακαδημία Ποίησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ντεπρέ, Ζος — (dit Josquin Des Pres, Μπoρεβουάρ, Πικαρδία 1450 – Κοντέ σιρ λ’ Εσκό, Βαλανσιέν 1521). Γάλλος συνθέτης, γνωστός ως Ζοσκέν. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι ελάχιστες και ανεξακρίβωτες. Υπήρξε ίσως μαθητής του Όκεγκεμ. Ταξίδεψε πολύ, ιδίως στην …   Dictionary of Greek

  • Σκάλδης — (Escaut γαλλικά, Schelde φλαμανδικά). Ποταμός της κεντροδυτικής Ευρώπης, συνολικού μήκους 400 χλμ., που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα με ένα μακρύ ποταμόκολπο. Πηγάζει στην Πικαρδία, στη βόρεια Γαλλία, και κατέρχεται αρχικά προς ΒΔ περνώντας από… …   Dictionary of Greek

  • Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Φρουασάρ, Ζαν — (Froissard, Βαλανσιέν 1337; – Σιμέ, μετά το 1400). Γάλλος συγγραφέας. Είναι ο σπουδαιότερος χρονικογράφος του Εκατονταετούς πολέμου. Τα Χρονικά του, δημοσιευμένα μετά τον θάνατό του, το 1495, αναφέρονται περίπου στην περίοδο από το 1325 έως το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”